παγετώνας

παγετώνας
глечер

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — ο 1. στρώμα πάγου σε μεγάλη έκταση: Οι παγετώνες των πολικών περιοχών. 2. όγκος μεγάλος πάγου που μετακινείται προς τα χαμηλότερα μέρη: Οι παγετώνες των Άλπεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρνεργκρατ — (Gornergrat). Βουνό (3.136 μ.) της Ελβετίας που βρίσκεται στην περιοχή Βαλέζε, στα νοτιανατολικά του Ζερμάτ. Κοντά στην κορυφή του υπάρχει μεγάλος παγετώνας γνωστός με το όνομα Γκόρνερ, ο δεύτερος σε έκταση των Άλπεων, μετά από εκείνον του Άλετς …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ανάπηξη — Φαινόμενο στο οποίο οφείλεται η πήξη του πάγου, που έχει υγροποιηθεί, εξαιτίας της εφαρμογής μηχανικής πίεσης. Το σημείο πήξης των υγρών είναι χαρακτηριστικό και σταθερό για ένα σώμα, όταν η πήξη γίνεται κάτω από την ατμοσφαιρική πίεση. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλώνας — ο μεγάλη έκταση πάγου στις κοιλάδες υψηλών ορέων, παγετώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + περιληπτική κατάλ. ών(ας), πρβλ. αμπελ ώνας, στρατ ώνας. Η λ., στον λόγιο τ. κρυσταλλών, μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • παγετωνικός — ή, ό [παγετώνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους παγετώνες 2. φρ. α) «παγετωνικές εποχές» γεωλ. οι παγετώδεις εποχές β) «παγετωνικά καλύμματα» οι ηπειρωτικοί παγετώνες, αλλ. παγετώδη καλύμματα …   Dictionary of Greek

  • παγοκάλυμμα — το ο ηπειρωτικός παγετώνας …   Dictionary of Greek

  • παγώνας — ο βλ. παγετώνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”